- μακκοώ
- μακκοῶ, -άω (Α)γίνομαι ανόητος, ανοηταίνω, μωραίνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μακκοώ καθώς και το κύριο όνομα Μακκώ (χαρακτηρισμός ανόητης γυναίκας που δεν ξέρει να μιλήσει) είναι τ. τής καθομιλουμένης (με εκφραστικό διπλό -κ-) άγνωστης προέλευσης. Επίσης είναι δύσκολο να προσδιοριστεί αν το ρ. έχει παραχθεί από το όνομα ή αν πρόκειται για υποχωρητικό σχηματισμό τού ονόματος Μακκώ από το ρ. μακκοῶ, υπόθεση λιγότερο πιθανή από την πρώτη. Είναι, τέλος, πιθανό το λατ. επίθ. maccus «παράφρων, ηλίθιος» να είναι δάνειο από τους τ. μακκοῶ και Μακκώ].
Dictionary of Greek. 2013.